- περίλαμπρος
- η , ο [ος , ον ] блестящий (тж. перен. ); сверкающий, сияющий;
περίλαμπρη νίκη — блестящая победа
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περίλαμπρη νίκη — блестящая победа
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περίλαμπρος — η, ο / περίλαμπρος, ον, θηλ. και η, ΝΜ αυτός που εκπέμπει φως, που λάμπει από παντού, περιλαμπής νεοελλ. περίφημος, ξακουστός. επίρρ... περιλάμπρως ΝΜ και περίλαμπρα Ν με περίλαμπρο τρόπο, με λαμπρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λαμπρός] … Dictionary of Greek
περίλαμπρος — η, ο ο εξαιρετικά λαμπρός, περίφημος: Περίλαμπρη νίκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αινολαμπής — αἰνολαμπής, ὲς (Α) αυτός που λάμπει φοβερά, τρομακτικά, ολόλαμπρος, ο περίλαμπρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + λαμπὴς < λάμπω] … Dictionary of Greek
λαμπρός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. * * * ή, ό, θηλ. και ά (AM λαμπρός, ά, όν, θηλ. και ή) 1. αυτός που λάμπει, λαμπερός, φωτεινός, ακτινοβόλος (α. «ο ήλιος είναι σήμερα λαμπρός» β. «ἦν … Dictionary of Greek
παράδεισος — I Κατά τη χριστιανική θρησκεία, ο τόπος της τέλειας μακαριότητας, όπου θα παραμείνουν αιώνια οι δίκαιοι μετά τον θάνατό τους. Η λέξη, που έχει περσική προέλευση, σημαίνει κήπος, και εμφανίζεται στη μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης των Εβδομήκοντα,… … Dictionary of Greek
περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… … Dictionary of Greek
περιλαμπής — ές, ΝΜΑ [περιλάμπω] αυτός που λάμπει από παντού, περίλαμπρος νεοελλ. αρχ. μτφ. περίφημος, ονομαστός, ξακουστός αρχ. (το ουδ. ως επίρρ.) περιλαμπές λαμπρά … Dictionary of Greek
σεμνοειδής — ές, ΜΑ μσν. λαμπρός, περίλαμπρος («Ἶρις ἐστὶν ἔμφασις ἡλίου σεμνοειδής», Δαμασκ. Ι) αρχ. 1. μεγαλοπρεπής 2. (για φιλοσοφικό επιχείρημα) επιβλητικός, εντυπωσιακός. επίρρ... σεμνοειδῶς Α 1. με μεγάλη σοβαρότητα 2. επιβλητικά, εντυπωσιακά. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
υπερπαμφαής — ές, Α (για το Άγιο Πνεύμα) εξαιρετικά ακτινοβόλος, ολόλαμπρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + παμφαής «περίλαμπρος»] … Dictionary of Greek
υπερπερίλαμπρος — ον, Μ [περίλαμπρος] υπέρμετρα λαμπρός … Dictionary of Greek
υπέρλαμπρος — η, ο ο υπερβολικά λαμπρός, ο περίλαμπρος, ο λαμπρότατος: Υπέρλαμπρη νίκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)